- ετοιμοτρεχής
- ἑτοιμοτρεχής, -ές (Μ)αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ-τρεχής].
Dictionary of Greek. 2013.